- επίτακτος
- -η, -οπου επιτάχτηκε, ο επιταγμένος, που του έγινε επίταξη σε ώρα πολέμου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
επίτακτος — η, ο (Α ἐπίτακτος, ον) [επιτάσσω] νεοελλ. αυτός που έχει επιταχθεί, κατασχεθεί από την πολιτεία σε ώρα επιστρατεύσεως ή άλλης έκτακτης ανάγκης («επίτακτα σπίτια, αυτοκίνητα, πλοία» κ.λπ.) αρχ. 1. ο αυστηρά καθορισμένος, επιβεβλημένος,… … Dictionary of Greek
ἐπιτακτόν — ἐπιτακτός masc/fem acc sg ἐπιτακτός neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτακτοί — ἐπιτακτός masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτακτά — ἐπιτακτός neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτάκτοις — ἐπίτακτος enjoined masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτάκτου — ἐπίτακτος enjoined masc/fem/neut gen sg ἐπιτάκτης commander masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτάκτους — ἐπίτακτος enjoined masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτάκτων — ἐπίτακτος enjoined masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπίτακτα — ἐπίτακτος enjoined neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιταγμένος — η, ο (μτχ. παθ. πρκ. του επιτάσσω), που έχει επιταχτεί, που του έχει γίνει επίταξη, ο επίτακτος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)